- ονοματολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στην ονοματολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ονοματολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματολογία («ονοματολογικό σύστημα»). επίρρ... ονοματολογικώς και ά με ονοματολογικό τρόπο, από την άποψη τής ονοματολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek